- ἀγυιᾶτις
- ᾰγυιᾱτις1 dwelling among, c. gen. Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις (ἀγυιᾶτι coni. Christ. cf. Kambylis, Anredeformen, 138 n. 1.) P. 11.1
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀγυιᾶτις — neighbour fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυιᾶτι — ἀγυιᾶτις neighbour fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγυιάτης — Προσωνύμιο του θεού Απόλλωνα. Τον αποκαλούσαν έτσι ως προστάτη των δρόμων (αγυιών). Με το ίδιο όνομα αναφέρεται και θρησκευτική τελετή λατρείας του ίδιου θεού. * * * ἀγυιάτης, ο (θηλ. άτις) (Α) [ἀγυιά] 1. αυτός που αναφέρεται στην αγυιά, τον… … Dictionary of Greek
ἀγυιᾶτ' — ἀγυιᾶτα , Ἀγυιεύς guardian of the streets and highways masc voc sg ἀγυιᾶτα , Ἀγυιεύς guardian of the streets and highways masc voc sg ἀγυιᾶτα , Ἀγυιεύς guardian of the streets and highways masc nom sg (epic) ἀγυιᾶται , Ἀγυιεύς guardian of the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυιάτιδας — ἀγυιά̱τιδας , ἀγυιᾶτις neighbour fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυιάτιδες — ἀγυιά̱τιδες , ἀγυιᾶτις neighbour fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυιάτιδος — ἀγυιά̱τιδος , ἀγυιᾶτις neighbour fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)